„ριψοκίνδυνος“ ριψοκίνδυνος [ripsoˈkjinðinos], ριψοκίνδυνη, ριψοκίνδυνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) tollkühn, waghalsig, riskant tollkühn, waghalsig ριψοκίνδυνος άνθρωπος ριψοκίνδυνος άνθρωπος riskant ριψοκίνδυνος πράξη ριψοκίνδυνος πράξη