„ραβδί“: ουδέτερο ραβδί [raˈvði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Stab, Stock Stabαρσενικό | Maskulinum, männlich m ραβδί ραβδί Stockαρσενικό | Maskulinum, männlich m ραβδί μπαστούνι ραβδί μπαστούνι