πύρινος
[ˈpirinos], πύρινη, πύρινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- feurigπύρινοςπύρινος
exemples
- πύρινη θάλασσαθηλυκό | Femininum, weiblich fFlammenmeerουδέτερο | Neutrum, sächlich nFeuermeerουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πύρινη λαίλαπαθηλυκό | Femininum, weiblich fFeuersturmαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πύρινη λάμψηθηλυκό | Femininum, weiblich fFeuerscheinαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples