πύλη
[ˈpili]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Torουδέτερο | Neutrum, sächlich nπύλη μεγάλη πόρτα, τείχουςπύλη μεγάλη πόρτα, τείχους
- Pforteθηλυκό | Femininum, weiblich fπύλη μικρή πόρτα, ελεγχόμενη είσοδοςπύλη μικρή πόρτα, ελεγχόμενη είσοδος
- Portalουδέτερο | Neutrum, sächlich nπύλη ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υπύλη ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
exemples
- πύλη στο ΊντερνετInternetportalουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πύλη του παραδείσουHimmelstürθηλυκό | Femininum, weiblich fHimmelspforteθηλυκό | Femininum, weiblich f