πυραυλοκίνητος
[piravloˈkjinitos], πυραυλοκίνητη, πυραυλοκίνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- mit Raketenantriebπυραυλοκίνητοςπυραυλοκίνητος