πυκνοκατοικημένος
[piknokatikjiˈmenos], πυκνοκατοικημένη, πυκνοκατοικημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- πυκνοκατοικημένη περιοχήθηλυκό | Femininum, weiblich fBallungsgebietουδέτερο | Neutrum, sächlich n