„πτώχευση“: θηλυκό πτώχευση [ˈptoçefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Bankrott, Konkurs Bankrottαρσενικό | Maskulinum, männlich m πτώχευση οικονομία | Wirtschaftοικον Konkursαρσενικό | Maskulinum, männlich m πτώχευση οικονομία | Wirtschaftοικον πτώχευση οικονομία | Wirtschaftοικον