πρόσωπο
[ˈprosopo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gesichtουδέτερο | Neutrum, sächlich nπρόσωποπρόσωπο
- Personθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόσωπο άτομο, κ. νομικός όρος | Rechtswesenνομ γραμματική | Grammatikγραμμπρόσωπο άτομο, κ. νομικός όρος | Rechtswesenνομ γραμματική | Grammatikγραμμ
exemples
- πρόσωπο αγοριούJungengesichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πρόσωπο αναφοράςBezugspersonθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πρόσωπο εμπιστοσύνηςVertrauenspersonθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples