„πρόσχαρος“ πρόσχαρος [ˈprosxaros], πρόσχαρη, πρόσχαροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) froh froh πρόσχαρος πρόσχαρος exemples πρόσχαρος άνθρωποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Frohnaturθηλυκό | Femininum, weiblich f πρόσχαρος άνθρωποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m