πρόσληψη
[ˈprozlipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Anstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόσληψη υπαλλήλουEinstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόσληψη υπαλλήλουπρόσληψη υπαλλήλου
- Aufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόσληψη τροφήςπρόσληψη τροφής