πρόσθετο
[ˈprosθeto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Zusatzstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich mπρόσθετοπρόσθετο
- Add-onουδέτερο | Neutrum, sächlich nπρόσθετο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υπρόσθετο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
exemples
- πρόσθετο έσοδοουδέτερο | Neutrum, sächlich nMehreinnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πρόσθετο πρόγραμμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υZusatzprogrammουδέτερο | Neutrum, sächlich n