πρόκληση
[ˈproklisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Herausforderungθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόκληση αντιπάλου, κ. προτρεπτικός παράγονταςπρόκληση αντιπάλου, κ. προτρεπτικός παράγοντας
- Provokationθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόκληση ερεθισμόςπρόκληση ερεθισμός
exemples
- πρόκληση πανικούPanikmacheθηλυκό | Femininum, weiblich f