„πρόκειται“: απρόσωπο ρήμα πρόκειται [ˈprokjite]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers <επρόκειτο> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) es handelt sich, es dreht sich es handelt sich, es dreht sich (για um) πρόκειται πρόκειται exemples για ποιον πρόκειται; um wen geht es? για ποιον πρόκειται; πρόκειται να ταξιδέψω ich werde verreisen πρόκειται να ταξιδέψω