πρόβλεψη
[ˈprovlepsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vorhersageθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόβλεψηVoraussageθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόβλεψηπρόβλεψη
- Vorsorgeθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόβλεψη πρόνοιαπρόβλεψη πρόνοια
exemples
- πρόβλεψη του καιρούWettervorhersageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- η πρόβλεψη του αυριανού καιρούdie Wettervorhersage für morgen