προφορικός
[proforiˈkos], προφορική, προφορικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- mündlichπροφορικόςπροφορικός
exemples
- προφορική προπαγάνδαθηλυκό | Femininum, weiblich fMundpropagandaθηλυκό | Femininum, weiblich f