προσχέδιο
[prosˈçeðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rohentwurfαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροσχέδιοπροσχέδιο
exemples
- προσχέδιο κειμένουKonzeptpapierουδέτερο | Neutrum, sächlich n