„προσπερνώ“: μεταβατικό ρήμα προσπερνώ [prosperˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ασα>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) überholen überholen προσπερνώ προσπερνώ