προσκεκλημένος
[proskjekliˈmenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, προσκεκλημένη, προσκεκλημένοVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- eingeladen, Gast-προσκεκλημένοςπροσκεκλημένος
exemples
- προσκεκλημένη καθηγήτριαθηλυκό | Femininum, weiblich fGastprofessorinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προσκεκλημένη ομιλήτριαθηλυκό | Femininum, weiblich fGastdozentinθηλυκό | Femininum, weiblich f
προσκεκλημένος
[proskjekliˈmenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gastαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροσκεκλημένοςπροσκεκλημένος
exemples
- προσκεκλημένος καθηγητήςαρσενικό | Maskulinum, männlich mGastprofessorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- προσκεκλημένος ομιλητήςαρσενικό | Maskulinum, männlich mGastdozentαρσενικό | Maskulinum, männlich m