„προσκαλώ“: μεταβατικό ρήμα προσκαλώ [proskaˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -εσα; -κλήθηκα; -κεκλημένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) einladen einladen προσκαλώ προσκαλώ