προσδόκιμος
[prozˈðokjimos], προσδόκιμη, προσδόκιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- προσδόκιμος χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ζωήςLebenserwartungθηλυκό | Femininum, weiblich f