προσβάσιμος
[prozˈvasimos], προσβάσιμη, προσβάσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- zugänglichπροσβάσιμος κ. άτομοπροσβάσιμος κ. άτομο
Nous vous remercions pour votre commentaire !