προσβάλλω
[prozˈvalo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-αλα; -λήθηκα; -βεβλημένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- angreifenπροσβάλλω επιτίθεμαιπροσβάλλω επιτίθεμαι
- beleidigen, kränkenπροσβάλλω θίγωπροσβάλλω θίγω
- befallenπροσβάλλω ασθένεια, ιόςπροσβάλλω ασθένεια, ιός
- anfechtenπροσβάλλω νομικός όρος | Rechtswesenνομ διαθήκηπροσβάλλω νομικός όρος | Rechtswesenνομ διαθήκη