προξενώ
[prokseˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verursachen, bewirken, hervorrufenπροξενώπροξενώ
- zufügenπροξενώ πόνοπροξενώ πόνο
- erweckenπροξενώ υποψίαπροξενώ υποψία
- bereitenπροξενώ βάσανα, χαράπροξενώ βάσανα, χαρά