„προνόμιο“: ουδέτερο προνόμιο [proˈnomio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Vorrecht, Privileg Vorrechtουδέτερο | Neutrum, sächlich n προνόμιο Privilegουδέτερο | Neutrum, sächlich n προνόμιο προνόμιο