„προλαμβάνω“: μεταβατικό ρήμα προλαμβάνω [prolamˈvano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <πρόλαβα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) vorbeugen, abwenden vorbeugen προλαμβάνω ασθένεια προλαμβάνω ασθένεια abwenden προλαμβάνω κίνδυνο προλαμβάνω κίνδυνο