„προθάλαμος“: αρσενικό προθάλαμος [proˈθalamos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Vorhalle Vorhalleθηλυκό | Femininum, weiblich f προθάλαμος προθάλαμος