προεγκατεστημένος
[proeŋgatestiˈmenos], προεγκατεστημένη, προεγκατεστημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- vorinstalliertπροεγκατεστημένος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υπροεγκατεστημένος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ