προδιάθεση
[proðiˈaθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Voreinstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροδιάθεση η εκ των προτέρων γνώμηπροδιάθεση η εκ των προτέρων γνώμη
- Neigungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροδιάθεση έμφυτη κλίσηπροδιάθεση έμφυτη κλίση
- Anfälligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fπροδιάθεση ευπάθεια για αρρώστιαπροδιάθεση ευπάθεια για αρρώστια
- Veranlagungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροδιάθεση βιολογία | Biologieβιολπροδιάθεση βιολογία | Biologieβιολ