„προβιβάζω“: μεταβατικό ρήμα προβιβάζω [proviˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) befördern, versetzen befördern προβιβάζω υπάλληλο προβιβάζω υπάλληλο versetzen προβιβάζω μαθητή προβιβάζω μαθητή