προέκταση
[proˈektasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Erweiterungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροέκταση αύξηση σε μήκοςπροέκταση αύξηση σε μήκος
- Ansatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροέκταση τεχνική | Technikτεχνπροέκταση τεχνική | Technikτεχν