„πουκάμισο“: ουδέτερο πουκάμισο [puˈkamiso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Damenbluse, Hemd (Ober-)Hemdουδέτερο | Neutrum, sächlich n πουκάμισο αντρικό πουκάμισο αντρικό Damenbluseθηλυκό | Femininum, weiblich f πουκάμισο γυναικείο πουκάμισο γυναικείο