ποτό
[poˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Getränkουδέτερο | Neutrum, sächlich nποτό γενποτό γεν
- Drinkαρσενικό | Maskulinum, männlich mποτό αλκοολούχοποτό αλκοολούχο
exemples
-
- ποτό καλωσορίσματοςBegrüßungstrunkαρσενικό | Maskulinum, männlich m