„ποταμός“: αρσενικό ποταμός [potaˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Fluss, Strom Flussαρσενικό | Maskulinum, männlich m ποταμός Stromαρσενικό | Maskulinum, männlich m ποταμός ποταμός