πονοκέφαλος
[ponoˈkjefalos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kopfschmerzenπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplπονοκέφαλοςKopfwehουδέτερο | Neutrum, sächlich nπονοκέφαλοςπονοκέφαλος