„πονηρός“ πονηρός [poniˈros], πονηρή, πονηρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) schlau, listig, gerissen schlau πονηρός έξυπνος πονηρός έξυπνος listig, gerissen πονηρός έξυπνος και λίγο δόλιος πονηρός έξυπνος και λίγο δόλιος