„πολύχρωμος“ πολύχρωμος [poˈlixromos], πολύχρωμη, πολύχρωμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) bunt bunt πολύχρωμος πολύχρωμος