πολυτελής
[politeˈlis], πολυτελής, πολυτελέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- luxuriösπολυτελήςπολυτελής
exemples
- πολυτελές αυτοκίνητοουδέτερο | Neutrum, sächlich nLuxusautoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πολυτελές κρουαζιερόπλοιοουδέτερο | Neutrum, sächlich nLuxusdampferαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πολυτελές μοντέλοουδέτερο | Neutrum, sächlich nLuxusausführungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples