„πολυκύμαντος“ πολυκύμαντος [poliˈkjimandos], πολυκύμαντη, πολυκύμαντοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) bewegt bewegt πολυκύμαντος πολυκύμαντος