πολυθρόνα
[poliˈθrona]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Sesselαρσενικό | Maskulinum, männlich mπολυθρόναπολυθρόνα
exemples
- κουνιστή πολυθρόναSchaukelstuhlαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- Strandkorbαρσενικό | Maskulinum, männlich m