„πολυέλαιος“: αρσενικό πολυέλαιος [poliˈeleos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Leuchter (Kron-)Leuchterαρσενικό | Maskulinum, männlich m πολυέλαιος πολυέλαιος