„πολτός“: αρσενικό πολτός [polˈtos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Brei, Mus Breiαρσενικό | Maskulinum, männlich m πολτός Musουδέτερο | Neutrum, sächlich n πολτός πολτός