πολλαπλός
[polaˈplos], πολλαπλή, πολλαπλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- πολλαπλός προσαρμογέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηλεκτρολογία | Elektrizität, ElektrotechnikηλεκτρMehrfachsteckerαρσενικό | Maskulinum, männlich m