„ποθώ“: μεταβατικό ρήμα ποθώ [poˈθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) sehnlich wünschen, begehren sehnlich wünschen ποθώ επιθυμώ έντονα ποθώ επιθυμώ έντονα begehren ποθώ ερωτικά ποθώ ερωτικά