πλοίο
[ˈplio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schiffουδέτερο | Neutrum, sächlich nπλοίο ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτπλοίο ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
exemples
- πλοίο ανεφοδιασμούMutterschiffουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- πλοίο της γραμμήςLiniendampferαρσενικό | Maskulinum, männlich mLinienschiffουδέτερο | Neutrum, sächlich n