„πληθωρικός“ πληθωρικός [pliθoriˈkos], πληθωρική, πληθωρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) üppig üppig πληθωρικός πληθωρικός