„πληγωμένος“ πληγωμένος [pliɣoˈmenos], πληγωμένη, πληγωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) verletzt verletzt πληγωμένος πληγωμένος