„πλειοδότης“: αρσενικό πλειοδότης [plioˈðotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Bieter Bieterαρσενικό | Maskulinum, männlich m πλειοδότης πλειοδότης