πλέω
[ˈpleo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <έπλευσα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- fahrenπλέω πλοίοπλέω πλοίο
- schwimmenπλέω δε βυθίζομαιπλέω δε βυθίζομαι
- segelnπλέω από πλοίοπλέω από πλοίο
exemples
- πλέω ακυβέρνητος