„πιστευτός“ πιστευτός [pistefˈtos], πιστευτή, πιστευτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) glaubhaft glaubhaft πιστευτός πιστευτός