πικραίνω
[piˈkreno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άνα; -άθηκα; -αμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verbitternπικραίνω λυπώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπικραίνω λυπώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
πικραίνω
[piˈkreno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άνα; -άθηκα; -αμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- bitter werdenπικραίνω γίνομαι πικρόςπικραίνω γίνομαι πικρός